Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφθόρους
μονοφιλής
μονόφορβος
View word page
μονουχία
μονουχία, ,
A). solitary life, Suid.


ShortDef

solitary life

Debugging

Headword:
μονουχία
Headword (normalized):
μονουχία
Headword (normalized/stripped):
μονουχια
IDX:
68687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68688
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονουχία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">solitary life</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}