Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφθόρους
View word page
μονούατος
μονούᾰτος
,
ον
,
A).
one-eared, with one handle,
AP
5.134
.
ShortDef
one-eared, with one handle
Debugging
Headword:
μονούατος
Headword (normalized):
μονούατος
Headword (normalized/stripped):
μονουατος
IDX:
68685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68686
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονούᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one-eared, with one handle,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 5.134 </span>.</div> </div><br><br>'}