Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
View word page
μονότροχος
μονό-τροχος, ,
A). wheelbarrow, Gloss.


ShortDef

wheelbarrow

Debugging

Headword:
μονότροχος
Headword (normalized):
μονότροχος
Headword (normalized/stripped):
μονοτροχος
IDX:
68683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68684
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-τροχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wheelbarrow,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}