Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονότομον
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
View word page
μονοτροφία
μονο-τροφία, ,
A). rearing singly, opp. κοινὴ ἐπιμέλεια, Pl. Plt. 261d .


ShortDef

a rearing singly

Debugging

Headword:
μονοτροφία
Headword (normalized):
μονοτροφία
Headword (normalized/stripped):
μονοτροφια
IDX:
68682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68683
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-τροφία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rearing singly</span>, opp. <span class="foreign greek">κοινὴ ἐπιμέλεια</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg008.perseus-grc1:261d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg008.perseus-grc1:261d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Plt.</span> 261d </a>.</div> </div><br><br>'}