Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοτόκος
μονότομον
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
View word page
μονοτροφέω
μονο-τροφέω,
A). eat once a day, Str. 3.3.6 .


ShortDef

to eat but one kind of food

Debugging

Headword:
μονοτροφέω
Headword (normalized):
μονοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτροφεω
IDX:
68681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-τροφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eat once a day</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:3:3:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:3:3:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 3.3.6 </a>.</div> </div><br><br>'}