μονότροπος
μονό-τροπος, ον,
A). living alone, solitary, νεανίας Andr. 281 (lyr.), cf. Ps. 67(68).6 : title of plays by Phrynichus, Anaxilas, and Ophelio; ἄφιλοι καὶ ἄμικτοι καὶ μ. ; 2.479c μ. βίος Ir. p.49 W., , 1.551 Pel. 3 ; μ. λῃστής BJ 2.21.1 ; μ. ζῷα UP 1.2 .