Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονότομον
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
μονοφαγία
View word page
μονοτροπία
μονο-τροπία, ,
A). solitariness, Cat.Cod.Astr. 2.160 .


ShortDef

solitariness

Debugging

Headword:
μονοτροπία
Headword (normalized):
μονοτροπία
Headword (normalized/stripped):
μονοτροπια
IDX:
68679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68680
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-τροπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">solitariness,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cat.Cod.Astr.</span> 2.160 </span>.</div> </div><br><br>'}