Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνακωδωνίζω
ἀνακωκύω
ἀνάκωλος
ἀνάκωμα
ἀνακωμῳδέω
ἀνακωνῆν
ἀνακῶς
ἀνακωχέω
ἀνακωχή
ἀναλάζομαι
ἀναλάκατα
ἀναλακεῖν
ἀναλακτίζω
ἀναλαλάζω
ἀναλαμβάνω
ἀναλάμπω
ἀνάλαμψις
ἀναλγής
ἀναλγησία
ἀνάλγητος
ἀναλδής
View word page
ἀναλάκατα
ἀναλάκατα· οὺ πρὸς ἠλακάτην ἐργαζόμενος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναλάκατα
Headword (normalized):
ἀναλάκατα
Headword (normalized/stripped):
αναλακατα
IDX:
6867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-6868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναλάκατα·</span> <span class="foreign greek">οὺ πρὸς ἠλακάτην ἐργαζόμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}