Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονότομον
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγέω
View word page
μονοτροπέω
μονο-τροπέω,
A). live alone, Tz. H. 9.332 .


ShortDef

live alone

Debugging

Headword:
μονοτροπέω
Headword (normalized):
μονοτροπέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτροπεω
IDX:
68678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-τροπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">live alone</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:9:332" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:9.332/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 9.332 </a>.</div> </div><br><br>'}