Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονότομον
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μόνουα
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
View word page
μονοτρίγλυφος
μονο-τρίγλῠφος, ον,
A). with single triglyphs, Vitr. 4.3.7 .


ShortDef

with single triglyphs

Debugging

Headword:
μονοτρίγλυφος
Headword (normalized):
μονοτρίγλυφος
Headword (normalized/stripped):
μονοτριγλυφος
IDX:
68677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68678
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-τρίγλῠφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with single triglyphs</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vitr.</span> 4.3.7 </span>.</div> </div><br><br>'}