Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονότομον
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
View word page
μονοτονέω
μονο-τονέω,
A). to be obstinate, Eust. 1393.4 .


ShortDef

to be obstinate

Debugging

Headword:
μονοτονέω
Headword (normalized):
μονοτονέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτονεω
IDX:
68673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-τονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be obstinate</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1393:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1393.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1393.4 </a>.</div> </div><br><br>'}