Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονοστροφικός
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσυλλαβικός
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονότομον
μονοτονέω
μονοτονία
View word page
μονοσχημάτιστος
μονο-σχημάτιστος [ᾰ],,
A). of but one form, A.D. Adv. 131.5 .


ShortDef

of but one form

Debugging

Headword:
μονοσχημάτιστος
Headword (normalized):
μονοσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
μονοσχηματιστος
IDX:
68664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-σχημάτιστος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of but one form</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg002:131:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg002:131.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Adv.</span> 131.5 </a>.</div> </div><br><br>'}