Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονοστροφικός
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσυλλαβικός
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονότομον
μονοτονέω
View word page
μονοσχηματέω
μονο-σχημᾰτέω,
A). to be in simple aspect, Critodem. in Cat.Cod.Astr. 8(4).201 .


ShortDef

to be in simple aspect

Debugging

Headword:
μονοσχηματέω
Headword (normalized):
μονοσχηματέω
Headword (normalized/stripped):
μονοσχηματεω
IDX:
68663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68664
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-σχημᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in simple aspect</span>, Critodem. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(4).201 </span>.</div> </div><br><br>'}