Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονοστροφικός
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσυλλαβικός
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονότομον
View word page
μονοσύστατος
μονο-σύστᾰτος, ον, of an art,
A). existing only while it is being practised, e.g. dancing, Sch.D.T. p.445 H.


ShortDef

existing only while it is being practised

Debugging

Headword:
μονοσύστατος
Headword (normalized):
μονοσύστατος
Headword (normalized/stripped):
μονοσυστατος
IDX:
68662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68663
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-σύστᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, of an art, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">existing only while it is being practised</span>, e.g. dancing, Sch.D.T.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:p.445" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:p.445/canonical-url/"> p.445 </a> H.</div> </div><br><br>'}