Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονοστροφικός
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσυλλαβικός
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
View word page
μονοσυλλαβικός
μονο-συλλᾰβικός, , όν, = sq., An.Ox. 1.324 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοσυλλαβικός
Headword (normalized):
μονοσυλλαβικός
Headword (normalized/stripped):
μονοσυλλαβικος
IDX:
68660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-συλλᾰβικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">An.Ox.</span> 1.324 </span>.</div><br><br>'}