Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονοστροφικός
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσυλλαβικός
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
View word page
μονοσυλλαβέω
μονο-συλλᾰβέω,
A). to be a monosyllable, A.D. Pron. 40.30 .


ShortDef

to be a monosyllable

Debugging

Headword:
μονοσυλλαβέω
Headword (normalized):
μονοσυλλαβέω
Headword (normalized/stripped):
μονοσυλλαβεω
IDX:
68658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-συλλᾰβέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a monosyllable</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg001:40:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg001:40.30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pron.</span> 40.30 </a>.</div> </div><br><br>'}