Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοσταλής
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονοστροφικός
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσυλλαβικός
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
View word page
μονοστόρθυγξ
μονο-στόρθυγξ, υγγος, , ,
A). carved out of a single block, Πρίηπος AP 6.22 ( Zon.).


ShortDef

carved out of a single block

Debugging

Headword:
μονοστόρθυγξ
Headword (normalized):
μονοστόρθυγξ
Headword (normalized/stripped):
μονοστορθυγξ
IDX:
68655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-στόρθυγξ</span>, <span class="itype greek">υγγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carved out of a single block</span>, <span class="quote greek">Πρίηπος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.22 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}