Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόσιρος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονοσταλής
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονοστροφικός
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
View word page
μονοστέφανος
μονο-στέφᾰνος, ον,
A). having won a single contest, CPHerm. 74.5 (iii A.D.).


ShortDef

having won a single contest

Debugging

Headword:
μονοστέφανος
Headword (normalized):
μονοστέφανος
Headword (normalized/stripped):
μονοστεφανος
IDX:
68649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68650
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-στέφᾰνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having won a single contest,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">CPHerm.</span> 74.5 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}