Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσίλλη
μονόσιρος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονοσταλής
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
View word page
μονοσταλής
μονο-στᾰλής, ές,
A). = μονόστολος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοσταλής
Headword (normalized):
μονοσταλής
Headword (normalized/stripped):
μονοσταλης
IDX:
68645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-στᾰλής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μονόστολος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}