Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσίλλη
μονόσιρος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονοσταλής
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
View word page
μονόσκορδον
μονό-σκορδον, τό,
A). garlic growing by itself, PMag.Par. 1.2211 .


ShortDef

garlic growing by itself

Debugging

Headword:
μονόσκορδον
Headword (normalized):
μονόσκορδον
Headword (normalized/stripped):
μονοσκορδον
IDX:
68644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68645
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-σκορδον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">garlic growing by itself,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.2211 </span>.</div> </div><br><br>'}