Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοπώλιον
μονόπωλος
<ρ>ρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσίλλη
μονόσιρος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονοσταλής
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
View word page
μονόσιρος
μονό-σιρος, , name of an Egyptian breed of poultry, Gp. 14.7.30 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονόσιρος
Headword (normalized):
μονόσιρος
Headword (normalized/stripped):
μονοσιρος
IDX:
68639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68640
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-σιρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, name of an Egyptian breed of poultry, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 14.7.30 </span>.</div><br><br>'}