Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
<ρ>ρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσίλλη
μονόσιρος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονοσταλής
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
View word page
μονοσίλλη
μονο-σίλλη· ὁ ἐν ταῖς ὑάσι λαμπρὸς ἀστήρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοσίλλη
Headword (normalized):
μονοσίλλη
Headword (normalized/stripped):
μονοσιλλη
IDX:
68638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68639
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-σίλλη·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐν ταῖς ὑάσι λαμπρὸς ἀστήρ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}