Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
<ρ>ρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
View word page
μονοπύθμενος
μονο-πύθμενος, ον,
A). with one bottom, Eust. 869.31 .


ShortDef

with one bottom

Debugging

Headword:
μονοπύθμενος
Headword (normalized):
μονοπύθμενος
Headword (normalized/stripped):
μονοπυθμενος
IDX:
68625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68626
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-πύθμενος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with one bottom</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:869:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:869.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 869.31 </a>.</div> </div><br><br>'}