Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
<ρ>ρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
View word page
μονόπτυχος
μονό-πτῠχος, ον,
A). univalve, ὄστρεον Thom.Mag. p.221 R.


ShortDef

univalve

Debugging

Headword:
μονόπτυχος
Headword (normalized):
μονόπτυχος
Headword (normalized/stripped):
μονοπτυχος
IDX:
68623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-πτῠχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">univalve</span>, <span class="foreign greek">ὄστρεον</span> Thom.Mag.<span class="bibl"> p.221 </span> R.</div> </div><br><br>'}