Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
<ρ>ρήξ
μονόρριζος
View word page
μονοπτύχιος
μονο-πτύχιος [ῠ],,
A). folding once, τράπεζα PMasp. 6ii 47 (vi A.D.).


ShortDef

folding once

Debugging

Headword:
μονοπτύχιος
Headword (normalized):
μονοπτύχιος
Headword (normalized/stripped):
μονοπτυχιος
IDX:
68622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68623
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-πτύχιος</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">folding once</span>, <span class="quote greek">τράπεζα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 6ii 47 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}