Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόπελμος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
<ρ>ρήξ
View word page
μονόπτερος
μονό-πτερος, ον, of a circular temple,
A). with a row of columns only, and no cella (cf. πτερόν 111.9 ), Vitr. 4.8.1 .


ShortDef

with a row of columns only

Debugging

Headword:
μονόπτερος
Headword (normalized):
μονόπτερος
Headword (normalized/stripped):
μονοπτερος
IDX:
68621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-πτερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, of a circular temple, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a row of columns only</span>, and no cella (cf. <span class="quote greek">πτερόν</span> <span class="bibl"> 111.9 </span> ), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vitr.</span> 4.8.1 </span>.</div> </div><br><br>'}