Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοναύτης
μονονουχί
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
View word page
μονοπέδιλος
μονο-πέδῑλος, ον,
A). having but one shoe, Sch. Lyc. 1310 .


ShortDef

having but one shoe

Debugging

Headword:
μονοπέδιλος
Headword (normalized):
μονοπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
μονοπεδιλος
IDX:
68609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-πέδῑλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having but one shoe</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1310 </span>.</div> </div><br><br>'}