Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοιρος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονουχί
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
View word page
μονονυχί
μονο-νῠχί, Ion. μουν-, Adv.
A). in a single night, APl. 4.92 .


ShortDef

in a single night

Debugging

Headword:
μονονυχί
Headword (normalized):
μονονυχί
Headword (normalized/stripped):
μονονυχι
IDX:
68601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68602
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-νῠχί</span>, Ion. <span class="orth greek">μουν-</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a single night,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 4.92 </span>.</div> </div><br><br>'}