Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοιρος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονουχί
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
View word page
μονονουχί
μονονουχί,
A). v. μόνος B. 11.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονονουχί
Headword (normalized):
μονονουχί
Headword (normalized/stripped):
μονονουχι
IDX:
68600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονονουχί</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μόνος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:11:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:11.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> 11.3 </a>.</div> </div><br><br>'}