Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοιρος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονουχί
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
View word page
μονόμφαλος
μον-όμφαλος
,
ον
,
A).
with a single boss,
IG
2.1661
,
1665
.
ShortDef
with a single boss
Debugging
Headword:
μονόμφαλος
Headword (normalized):
μονόμφαλος
Headword (normalized/stripped):
μονομφαλος
IDX:
68598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68599
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μον-όμφαλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a single boss,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 2.1661 </span>,<span class="bibl"> 1665 </span>.</div> </div><br><br>'}