Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοιρος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονουχί
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
View word page
μονόμοσχος
μονό-μοσχος, ον,
A). with but one stem, Dsc. 4.185 .


ShortDef

with but one stem

Debugging

Headword:
μονόμοσχος
Headword (normalized):
μονόμοσχος
Headword (normalized/stripped):
μονομοσχος
IDX:
68597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-μοσχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with but one stem</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.185 </span>.</div> </div><br><br>'}