Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοιρος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονουχί
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
View word page
μονόμοιρος
μονό-μοιρος, ον,
A). gloss on αὐτόμοιρος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονόμοιρος
Headword (normalized):
μονόμοιρος
Headword (normalized/stripped):
μονομοιρος
IDX:
68596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68597
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-μοιρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">αὐτόμοιρος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}