Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοιρος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονουχί
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
View word page
μονομοιριαῖος
μονο-μοιριαῖος, α, ον,
A). graduated by single degrees, ἀστρόλαβος Phlp.in Rh.Mus. 6(1839).131 .


ShortDef

graduated by single degrees

Debugging

Headword:
μονομοιριαῖος
Headword (normalized):
μονομοιριαῖος
Headword (normalized/stripped):
μονομοιριαιος
IDX:
68595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68596
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-μοιριαῖος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">graduated by single degrees</span>, <span class="foreign greek">ἀστρόλαβος</span> Phlp.in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 6(1839).131 </span>.</div> </div><br><br>'}