Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονομάχης
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονόμαχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοιρος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονουχί
View word page
μονόμηλον
μονό-μηλον, τό, name of an
A). eye-salve, Aët. 7.103 .


ShortDef

eye-salve

Debugging

Headword:
μονόμηλον
Headword (normalized):
μονόμηλον
Headword (normalized/stripped):
μονομηλον
IDX:
68590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68591
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-μηλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, name of an <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eye-salve</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:103" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg007:103/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 7.103 </a>.</div> </div><br><br>'}