Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόμαλλος
μονομάτωρ
μονομαχεῖον
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομάχης
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονόμαχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
View word page
μονομαχοτροφεῖον
μονομᾰχο-τροφεῖον, τό, = Lat.
A). ludus gladiatorius, Suid.


ShortDef

ludus gladiatorius

Debugging

Headword:
μονομαχοτροφεῖον
Headword (normalized):
μονομαχοτροφεῖον
Headword (normalized/stripped):
μονομαχοτροφειον
IDX:
68585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονομᾰχο-τροφεῖον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = Lat.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ludus gladiatorius</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}