Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομάτωρ
μονομαχεῖον
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομάχης
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονόμαχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
View word page
μονομάχημα
μονομᾰ/χ-ημα, ατος, τό,
A). single combat, Eust. 387.5 .


ShortDef

single combat

Debugging

Headword:
μονομάχημα
Headword (normalized):
μονομάχημα
Headword (normalized/stripped):
μονομαχημα
IDX:
68579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68580
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονομᾰ/χ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">single combat</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:387:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:387.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 387.5 </a>.</div> </div><br><br>'}