Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονολήκυθος
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομάτωρ
μονομαχεῖον
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομάχης
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονόμαχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
View word page
μονομαχεῖον
μονομᾰχ-εῖον,
A). v. μονομάχιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονομαχεῖον
Headword (normalized):
μονομαχεῖον
Headword (normalized/stripped):
μονομαχειον
IDX:
68577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68578
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονομᾰχ-εῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μονομάχιον</span> .</div> </div><br><br>'}