Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονολέων
μονολήκυθος
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομάτωρ
μονομαχεῖον
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομάχης
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονόμαχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
View word page
μονομάτωρ
μονο-μάτωρ,
A). v. μονομήτωρ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονομάτωρ
Headword (normalized):
μονομάτωρ
Headword (normalized/stripped):
μονοματωρ
IDX:
68576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-μάτωρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μονομήτωρ</span> .</div> </div><br><br>'}