Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολεχής
μονολέων
μονολήκυθος
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομάτωρ
μονομαχεῖον
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομάχης
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
View word page
μονόλωπος
μονό-λωπος
,
ον
,
A).
with but one garment
,
Zonar.
ShortDef
with but one garment
Debugging
Headword:
μονόλωπος
Headword (normalized):
μονόλωπος
Headword (normalized/stripped):
μονολωπος
IDX:
68573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68574
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-λωπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with but one garment</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}