Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολεχής
μονολέων
μονολήκυθος
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
View word page
μονόκρουνον
μονό-κρουνον, τό,
A). jug with a single spout, Haussoullier Milet p.199 .


ShortDef

jug with a single spout

Debugging

Headword:
μονόκρουνον
Headword (normalized):
μονόκρουνον
Headword (normalized/stripped):
μονοκρουνον
IDX:
68560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-κρουνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jug with a single spout</span>, Haussoullier <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Milet</span> p.199 </span>.</div> </div><br><br>'}