Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
View word page
μονόκοκκος
μονό-κοκκος
,
ον
,
A).
with a single grain
, of pearls,
Gloss.
; also of onions, ibid.
ShortDef
with a single grain
Debugging
Headword:
μονόκοκκος
Headword (normalized):
μονόκοκκος
Headword (normalized/stripped):
μονοκοκκος
IDX:
68554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68555
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-κοκκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with a single grain</span>, of pearls, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span>; also of onions, ibid.</div> </div><br><br>'}