Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονόθυρος
μονοίκητος
μόνοικος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονοκέρως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
View word page
μονόκλαδος
μονό-κλᾰδος
,
ὁ
,
A).
single branch
(i. e. not chopped up into logs),
POxy.
1188.20
(i A. D.).
ShortDef
single branch
Debugging
Headword:
μονόκλαδος
Headword (normalized):
μονόκλαδος
Headword (normalized/stripped):
μονοκλαδος
IDX:
68544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68545
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-κλᾰδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">single branch</span> (i. e. not chopped up into logs), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1188.20 </span> (i A. D.).</div> </div><br><br>'}