Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μόνοικος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονοκέρως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
View word page
μονοκέφαλος
μονο-κέφᾰλος, ον,
A). one-headed, σκόρδον Dsc. 2.152 ; σφῦρα Hsch. s.v. ῥαιστήρ .


ShortDef

one-headed

Debugging

Headword:
μονοκέφαλος
Headword (normalized):
μονοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
μονοκεφαλος
IDX:
68543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-κέφᾰλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one-headed</span>, <span class="quote greek">σκόρδον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.152 </span> ; <span class="quote greek">σφῦρα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ῥαιστήρ</span> .</div> </div><br><br>'}