Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μόνοικος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονοκέρως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
View word page
μονοκένταυρος
μονο-κένταυρος
,
ὁ
,
A).
man with ox's head,
Gloss.
ShortDef
man with ox's head
Debugging
Headword:
μονοκένταυρος
Headword (normalized):
μονοκένταυρος
Headword (normalized/stripped):
μονοκενταυρος
IDX:
68541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68542
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-κένταυρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">man with ox\'s head,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}