Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοζυγής
μόνοζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονόζωστος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μόνοικος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονοκέρως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
View word page
μόνοικος
μόν-οικος, , epith. of Heracles in Southern Gaul, Str. 4.6.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μόνοικος
Headword (normalized):
μόνοικος
Headword (normalized/stripped):
μονοικος
IDX:
68536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68537
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μόν-οικος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, epith. of Heracles in Southern Gaul, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:4:6:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:4:6:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 4.6.3 </a>.</div><br><br>'}