Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
μονοζυγής
μόνοζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονόζωστος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μόνοικος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονοκέρως
μονοκέφαλος
View word page
μονοθρηνέω
μονο-θρηνέω,
A). mourn in solitude, Hsch. s.v. μονῳδεῖ .


ShortDef

mourn in solitude

Debugging

Headword:
μονοθρηνέω
Headword (normalized):
μονοθρηνέω
Headword (normalized/stripped):
μονοθρηνεω
IDX:
68533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-θρηνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mourn in solitude</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μονῳδεῖ</span> .</div> </div><br><br>'}