Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
μονοζυγής
μόνοζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονόζωστος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μόνοικος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
View word page
μονόζωος
μονό-ζωος
,
ον
,
A).
living alone, solitary
,
Quint.
Ps.
67(68).7
.
ShortDef
living alone, solitary
Debugging
Headword:
μονόζωος
Headword (normalized):
μονόζωος
Headword (normalized/stripped):
μονοζωος
IDX:
68529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68530
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-ζωος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">living alone, solitary</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Quint.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 67(68).7 </span>.</div> </div><br><br>'}