Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
μονοζυγής
μόνοζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονόζωστος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
μόνοικος
View word page
μονοζυγής
μονο-ζῠγής, ές, = sq.,
A). σάνδαλον APl. 4.308 (Eugenes).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοζυγής
Headword (normalized):
μονοζυγής
Headword (normalized/stripped):
μονοζυγης
IDX:
68526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-ζῠγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, = sq., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σάνδαλον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 4.308 </span> (Eugenes).</div> </div><br><br>'}