Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
μονοζυγής
μόνοζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονόζωστος
μονοήμερος
μονόθεν
μονοθρηνέω
μονόθυρος
μονοίκητος
View word page
μονοείμων
μονο-είμων, ον , (εἷμἀ
A). = μονοχίτων , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονοείμων
Headword (normalized):
μονοείμων
Headword (normalized/stripped):
μονοειμων
IDX:
68525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68526
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονο-είμων</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (εἷμἀ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μονοχίτων</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}