Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μονοδάκτυλος
μονοδαμιουργοί
μονοδέρκτης
μονόδερμος
μονοδέσμη
μονοδεσμία
μονοδοξέω
μονόδουπος
μονόδους
μονοδραχμία
μονόδραχμος
μονόδροπος
μονοείδεια
μονοειδής
μονοείλητος
μονοείμων
μονοζυγής
μόνοζυξ
μονόζωνος
μονόζωος
μονόζωστος
View word page
μονόδραχμος
μονό-δραχμος
,
ον
,
A).
of one drachma,
PRyl.
221.19
(iii A. D.), al.
ShortDef
of one drachma
Debugging
Headword:
μονόδραχμος
Headword (normalized):
μονόδραχμος
Headword (normalized/stripped):
μονοδραχμος
IDX:
68520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-68521
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μονό-δραχμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of one drachma,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PRyl.</span> 221.19 </span> (iii A. D.), al.</div> </div><br><br>'}